- υπεκδύνω
- Αβλ. ὑπεκδύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεκδύομαι — και μτγ ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek